ζάβαλης

ζάβαλης
και ζαβαλής, ο
1. δυστυχής, ταλαίπωρος
2. (θωπευτικά) φουκαράς, κακόμοιρος, καημένος («κουτός είσαι, ζάβαλη», Καμπούρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zavalli].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζάβαλης — ο (λ. τουρκ.), δυστυχισμένος, κακόμοιρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”